παγίδας

παγίδας
παγίς
trap
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Παγίδας, Νεόφυτος — Λόγιος κληρικός της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο οποίος πέθανε το 1893. Ήταν εφημέριος στην ελληνική εκκλησία της Πετρούπολης και κάτοχος της ρωσικής γλώσσας και της θεολογίας. Μετέφρασε από τα ρωσικά την Τρίτομη Πατρολογία του Φιλάρετου,… …   Dictionary of Greek

  • σκάνδαλο — Ημιορεινός οικισμός(222 κάτ., υψόμ. 160 μ.), στην επαρχία Σουλίου του νομού Θεσπρωτίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (27 τ. χλμ., 578 κάτ.), στην οποία ανήκουν και τα χωριά Μανδρότοπος (172 κάτ., υψόμ. 40 μ.) και Αγορά (184 κάτ., υψόμ. 220… …   Dictionary of Greek

  • θηλειά — και θελ(ε)ιά και φηλ(ε)ιά, η 1. βρόχος («μού βαλε θηλειά στο λαιμό») 2. είδος παγίδας πουλιών ή μικρών θηραμάτων, συρτοθηλειά 3. το διάκενο στο δίχτυ, το μάτι 4. είδος κουμπότρυπας που σχηματίζεται με πλέγμα απ όπου περνά το κουμπί. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ιχνοπέδη — ἰχνοπέδη, ἡ (Α) είδος δεσμού ή παγίδας, συσκευή με την οποία συνελάμβαναν ή παγίδευαν κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + πέδη «δεσμός»] …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • μυρμηκολέων — (myrmeleon formicarius). Έντομο της οικογένειας των μυρμηκολεοντιδών της τάξης των νευροπτέρων. Όταν πάρει την οριστική όψη του ο μ. έχει μήκος 4 εκ., κοιλιά μακριά και λεπτή και δύο ζεύγη διαφανών πτερύγων που το κάνουν να μοιάζει με τις… …   Dictionary of Greek

  • παγίδευση — η [παγιδεύω] 1. στήσιμο παγίδας 2. σύλληψη θηράματος με παγίδα 3. μτφ. α) το να περιέλθει κανείς σε δυσχερή θέση ή κατάσταση είτε λόγω κακοτυχίας είτε γιατί χρησιμοποιήθηκαν σε βάρος του ανέντιμα και απατηλά μέσα β) εξαπάτηση κάποιου με δόλια… …   Dictionary of Greek

  • πλακοπαγίδα — και διαλ. τ. πλακοπαΐδα, η, Ν 1. είδος παγίδας που αποτελείται από μια μεγάλη πλάκα και χρησιμεύει για τη σύλληψη μικρών κυρίως πτηνών 2. μτφ. (για πρόσ.) το οπίσθιο πεπλατυσμένο τμήμα τής κεφαλής …   Dictionary of Greek

  • ρόπτρο — τὸ / ῥόπτρον, ΝΜΑ βαρύ, κινητό μεταλλικό εξάρτημα, προσαρμοσμένο στο ένα του άκρο στην εξώπορτα τού σπιτιού για το χτύπημα τής εξώθυρας («νῡν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας ἡδέως ἐκκρηνάμεσθα», Ευρ.) αρχ. 1. ραβδί, ρόπαλο με εξόγκωμα στο άνω μέρος («Δίκης… …   Dictionary of Greek

  • στεφάνη — Όνομα τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (567 κάτ., υψόμ. 20 μ.) στην επαρχία Νικοπόλεως και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Βρίσκεται στα νοτιοδυτικά της Φιλιππιάδας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (13 τ. χλμ., 567 κάτ.). 2. Ημιορεινός οικισμός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”